κρεμιέμαι

κρεμιέμαι
κρεμιέμαι, κρεμάστηκα, κρεμασμένος βλ. πίν. 69
——————
Σημειώσεις:
κρέμομαικρεμιέμαι : υπάρχει διαφοροποίηση εννοιών.
Το κρέμομαι σημαίνει είμαι στερεωμένος ή στηρίζομαι κάπου από το πάνω μέρος (π.χ. το πολύφωτο κρέμεται πάνω στο ταβάνι) / αιωρούμαι / βασίζομαι σε κάποιον ή κάτι ολοκληρωτικά, εξαρτώμαι.
Το κρεμιέμαι σημαίνει κυρίως με κρεμάει κάποιος κάπου (π.χ. το πολύφωτο κρεμιέται συνήθως πάνω από το τραπέζι της τραπεζαρίας) / απαγχονίζομαι.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …   Dictionary of Greek

  • ανακρεμώ — ( άω) και άζω 1. κρεμώ εκ νέου, ξανακρεμώ 2. κρεμώ υψηλά, αναρτώ 3. κρεμώ ανάποδα 4. δένω προς το τέλος τής ύφανσης τα τελευταία άκρα τού στημονιού κατά μήκος μιας ράβδου που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια και… …   Dictionary of Greek

  • συγκρέμαμαι — Μ κρεμιέμαι ή σταυρώνομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κρέμαμαι «κρεμιέμαι»] …   Dictionary of Greek

  • κρέμομαι — βλ. πίν. 2 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: κρέμομαι – κρεμιέμαι : υπάρχει διαφοροποίηση εννοιών. Το κρέμομαι σημαίνει είμαι στερεωμένος ή στηρίζομαι κάπου από το πάνω μέρος (π.χ. το πολύφωτο κρέμεται πάνω στο ταβάνι) / αιωρούμαι /… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κρέμομαι — και κρεμιέμαι κρεμάστηκα, κρεμασμένος 1. κρεμιέμαι, είμαι αναρτημένος από κάποιο σημείο. 2. εξαρτώμαι από κάποιον. 3. απαγχονίζομαι, αυτοκτονώ με απαγχονισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκρεμώ — ( άω) (μέσ., αποκρεμιέμαι) (Α ἀποκρεμάννυμι, AM ἀποκρέμαμαι, Μ κ. ἀποκρεμῶμαι) Ι. κρεμώ κάτι, αφήνω κάτι να κρεμαστεί προς τα κάτω νεοελλ. 1. τελειώνω το κρέμασμα 2. ξεκρεμώ, κατεβάζω κάτι που ήταν κρεμασμένο αρχ. φρ. 1. «ἀποκρεμάννυμι ἰσχύν»… …   Dictionary of Greek

  • εκκρήμναμαι — ἐκκρήμναμαι (Α) κρεμιέμαι από κάπου, εξαρτιέμαι …   Dictionary of Greek

  • επικρεμώ — (AM ἐπικρεμῶ, άω Α και ἐπικρεμάννυμι) 1. κρεμώ κάτι επάνω από κάποιον 2. μέσ. ἐπικρέμαμαι και ἐπικρεμῶμαι κρεμιέμαι απειλητικά πάνω από κάποιον, επίκειμαι, επαπειλούμαι (α. «επικρέμαται συμφορά» β. «επικρεμάμενος κίνδυνος») αρχ. μσν. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • λιάζω — (I) λιάζω (Α) βλ. λιάζομαι. (II) λιάζω (Α) [λίαν] 1. βρίσκομαι σε υπέρμετρο ενθουσιασμό 2. (κατά τον Φώτ.) «λιάζειν λίαν ἐσπουδακέναι». (III) και ηλιάζω (AM ἡλιάζω) εκθέτω κάτι στην επίδραση τών ηλιακών ακτίνων, απλώνω κάτι στον ήλιο νεοελλ. παθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”